WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
consideration n | (act of deliberating) | σκέψη ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | μελέτη, εξέταση ουσ θηλ |
| After some consideration of Alistair's proposal, Greta turned him down. |
| Μετά από λίγη σκέψη σχετικά με την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε. |
consideration n | (thoughtfulness towards others) | σκέφτομαι ρ μ |
| (δείχνω) | ευαισθησία ουσ θηλ |
| | σεβασμός ουσ αρσ |
| | ενδιαφέρον ουσ ουδ |
| Show some consideration for your brother and invite him to the party. |
| Σκέψου λίγο τον αδερφό σου και κάλεσέ τον στο πάρτι. |
consideration n | (matter kept in mind) | κτ που λαμβάνω υπόψη μου περίφρ |
| Joe and Amy have four children, so when they were house-hunting, proximity to local schools was a major consideration. |
| Ο Τζο και η Έιμι έχουν τέσσερα παιδιά, οπότε όταν έψαχναν για σπίτι έλαβαν ιδιαιτέρως υπόψη τους την εγγύτητα με τα σχολεία της περιοχής. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
consideration n | (finance: payment) | αντίτιμο ουσ ουδ |
| (κάποιου ατόμου) | αμοιβή ουσ θηλ |
consideration n | (law: legally binding payment) | μη διαθέσιμη μετάφραση |
consideration n | (esteem) | εκτίμηση, υπόληψη ουσ θηλ |
| | σεβασμός ουσ αρσ |
| My consideration of Luke is quite high. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: